Σάββατο
Greek Monolingual
το / Σάββατον, ΝΜΑ, και Σαββάτο Ν
(στους Εβραίους)
1. η τελευταία ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία, σύμφωνα με την ΠΔ, αναπαύθηκε ο Θεός αφού τελείωσε τη δημιουργία
2. ημέρα λατρείας, εορτής και ανάπαυσης («Σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου», ΚΔ)
νεοελλ.
1. η έβδομη ημέρα της εβδομάδας
2. φρ. α) «Μέγα Σάββατο» ή «Μεγάλο Σάββατο» — η παραμονή του Πάσχα, το Σάββατο της Μεγάλης Εβδομάδας
β) «το μήνα που δεν έχει Σάββατο»
(λέγεται για απραγματοποίητα πράγματα) ποτέ
γ) «στην τούρλα του Σαββάτου» — λέγεται για εσπευσμένη και θορυβώδη ενέργεια που γίνεται την τελευταία στιγμή
αρχ.
περίοδος επτά ημερών, εβδομάδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < εβρ. sabbāth < sabāth «αναπαύομαι»].