Σάμη

English (LSJ)

v. Σάμος.

Russian (Dvoretsky)

Σάμη: (ᾰ) ἡ Сама (остров к зап. от Итаки, впосл. Κεφαλληνία) Hom., HH.

Greek (Liddell-Scott)

Σάμη: ἴδε Σάμος.

English (Autenrieth)

Same, an island near Ithaca, perhaps Cephallenia or a part of Cephallenia, Od. 9.24, Od. 16.249.

Greek Monotonic

Σάμη: ἡ, = Σάμος, το νησί Σάμος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

Σάμη, ἡ, = Σάμος Il.]