Στοϊκός

English (LSJ)

v. Στωϊκός.

Russian (Dvoretsky)

Στοϊκός: ὁ Anth. = Στωϊκός.

Greek (Liddell-Scott)

Στοϊκός: ἴδε Στωϊκός.

English (Thayer)

(Στωϊκός) (WH Στωϊκός), L T Στοϊκός, see Tdf. s note on Acts as below; WH's Appendix, p. 152), Στωικη, Στωικον, Stoic, pertaining to the Stole philosophy, the author of which, Zeno of Citium, taught at Athens in the portico called ἡ ποικίλη στοά: οἱ Στωικοι φιλοσοφοι, Diogenes Laërtius 7,5; others))

Greek Monotonic

Στοϊκός: -ή, -όν, ποιητ. αντί Στωικός, σε Ανθ.

Chinese

原文音譯:Stw?koj 士拖衣可士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:豎立(著)
字義溯源:斯多亞;為一哲學流派,創始於雅典,注重克己苦修,意為:堅忍主義者,源自(στοά)*=柱廊)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 斯多亞派的(1) 徒17:18

French (New Testament)

c. Στωϊκός