Ωρίων

Greek Monolingual

ο / Ὠρίων, -ωνος, ΝΜΑ, και Ωρίωνας Ν, και Ὠαρίων Α
1. μυθ. ένας από τους Γίγαντες, γιος του Υριέως ή του Ποσειδώνος και της Ευρυάλης, περίφημος κυνηγός, ο οποίος συνόδευε την Αρτέμιδα
2. αστρον. ονομασία ενός από τους λαμπρότερους αστερισμούς, που βρίσκεται στον ουράνιο ισημερινό και του οποίου η επιτολή αρχίζει αμέσως μετά το θερινό ηλιοστάσιο και η δύση συνοδεύεται, συνήθως, από θύελλες
αρχ.
ως προσηγ. είδος ινδικού πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Κατά μια άποψη, μη επιβεβαιωμένη, < ὤρα «φροντίδα, μέριμνα»].