-η, -ο1. αυτός που δεν έχει συμμετρικές αναλογίες, άκομψος, ασουλούπωτος2. αγροίκος, άξεστος, άχαρος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + γάρμπο(ς), το < ιταλ. garbo (= χάρη, ευγένεια)].