άγραφος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄγραφος, -ον) γράφω
1. αυτός που δεν γράφηκε, που δεν διατυπώθηκε ή δεν δηλώθηκε εγγράφως, άγραπτος, άγραφτος
2. αυτός που δεν καταγράφηκε σε κατάλογο ή σε πίνακα, ακατάγραφος, ακαταχώριστος, αδήλωτος
3. αυτός πάνω στον οποίο δεν έχει γραφεί τίποτε
4. φρ. «άγραφοι νόμοι»
νεοελλ.
φρ. α) «άγραφο δίκαιο» — το εθιμικό δίκαιο
β) «άγραφος χάρτης» ή «άγραφο χαρτί»
i) έγγραφο νομικά άκυρο, ανίσχυρο ή παραβιασμένο
ii) μτφ. λέγεται για άτομο άπειρο, αφελές, αθώο ή άβουλο
γ) «αυτό ήταν [ή είναι] από τ' άγραφα» — αυτό ήταν [ή είναι] αναπάντεχο, απρόσμενο ή παράδοξο
αρχ.
1. αυτός που δεν φέρει επιγραφή, ανεπίγραφος
2. φρ. α) «ἄγραφα ἀδικήματα»
(κατά τον Ησύχ.) αδικήματα για τα οποία δεν αναφέρει τίποτε ο νόμος
β) «ἄγραφα μέταλλα» — μέταλλα που εξορύσσονται κρυφά για αποφυγή καταβολής φόρου
γ) «ἄγραφοι πόλεις» — πόλεις που δεν έχουν περιληφθεί στο κείμενο συνθήκης.