άδαρτος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄδαρτος, -ον)
αυτός που δεν δάρθηκε, αξυλοκόπητος, αχτύπητος
νεοελλ.
αυτός που δεν αναταράχτηκε, δεν χτυπήθηκε με κατάλληλο όργανο (λέγεται για το γάλα, που το χτυπούν για να αφαιρεθεί το βούτυρό του, ή για τα αβγά, που επίσης τά χτυπούν για να τά χρησιμοποιήσουν στο φαγητό ή σε γλύκισμα).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + δαρτός < ἐδάρην, παθ. αόρ. β΄ του δέρω
νεοελλ.
άδειρτος < έδειρα, αόρ. του δέρνω].