άμικτος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄμικτος, -ον)
1. αυτός που δεν αναμίχθηκε ή δεν μπορεί να αναμιχθεί με άλλον
2. αμιγής, καθαρός
αρχ.
1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν επικοινωνεί με άλλους, ακοινώνητος, αγροίκος, άγριος
2. σκυθρωπός, κατηφής, κακόκεφος
3. αυτός που δεν συνουσιάζεται, δεν έρχεται σε σαρκική μίξη
4. (για τόπο) α) απολίτιστος
β) αφιλόξενος
5. το ουδ. ως ουσ. το ἄμικτον έλλειψη επικοινωνίας, ακοινωνησία
6. φρ. «ἄμικτος βοή», κραυγές που δεν μπορούν να ενωθούν και να αποτελέσουν αρμονία
«ἄμικτόν τινα ἑαυτοῖς καταστῆσαι», αρνούμαι να επιτρέψω την είσοδο κάποιου στην κοινωνία τους
7. επίρρ. ἀμίκτως και ἄμικτα
χωρίς ανάμιξη, άσμιχτα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερ. + μικτός < ἐμίγην, μείγνυμι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμιξία.