άτυχος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄτυχος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει τύχη, κακότυχος
2. ο ταπεινής καταγωγής
3. εκείνος που δεν φέρνει καλή τύχη, καταραμένος
4. κακός, πονηρός
5. δύστροπος
νεοελλ.
ανέντιμος
μσν.
1. ελεεινός, τιποτένιος
2. ανόητος
3. εξαντλημένος, αδύνατος.