έγκαρπος

Greek Monolingual

-ο (AM ἔγκαρπος, -ον)
1. αυτός που περιέχει καρπό
2. το ουδ. ως ουσ. το έγκαρπο (Α τὰ ἔγκαρπα)
είδος διακοσμήσεως με καρπούς και φύλλα, γιρλάντα
νεοελλ.
είδος τελειώματος σε ύφασμα, φεστόνι
αρχ.
1. προϊόν, καρπός
2. μέρος ή το δέκατο της παραγωγής του τεμένους που αφιερώνεται στον Δία
3. καρποφόρος, χρήσιμος.