γιρλάντα

From LSJ

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source

Greek Monolingual

και γκιρλάντα, η
1. ταινία ή στεφάνι από φύλλα δένδρων ή λουλούδια για διακόσμηση σε κίονες, αψίδες, πόρτες, παράθυρα
2. συνεχές κέντημα στην άκρη ενδύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ghirlanda (πρβλ. γαλλ. guirlande
ισπ. guirlanda].