ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow
και γκιρλάντα, η1. ταινία ή στεφάνι από φύλλα δένδρων ή λουλούδια για διακόσμηση σε κίονες, αψίδες, πόρτες, παράθυρα2. συνεχές κέντημα στην άκρη ενδύματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ghirlanda (πρβλ. γαλλ. guirlandeισπ. guirlanda].