Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φεστόνι

From LSJ

Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht

Menander, Monostichoi, 350

Greek Monolingual

το, Ν
1. οδοντωτό κέντημα με στρογγυλές ή αιχμηρές απολήξεις στο άκρο, συνήθως, ενός υφάσματος ή ενδύματος
2. αρχιτ. α) γλυπτός διάκοσμος με παράσταση γιρλάντας ή καρπών
β) οδοντωτό ή δαντελωτό ακρογείσιο..
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. feston < ιταλ. festone < festa «γιορτή» (βλ. και λ. φιέστα)].