Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
το, Ν
1. οδοντωτό κέντημα με στρογγυλές ή αιχμηρές απολήξεις στο άκρο, συνήθως, ενός υφάσματος ή ενδύματος
2. αρχιτ. α) γλυπτός διάκοσμος με παράσταση γιρλάντας ή καρπών
β) οδοντωτό ή δαντελωτό ακρογείσιο..
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. feston < ιταλ. festone < festa «γιορτή» (βλ. και λ. φιέστα)].