έγκειμαι

Greek Monolingual

(AM ἔγκειμαι)
υπάρχω, βρίσκομαι («εδώ έγκειται η δυσκολία του ζητήματος»)
αρχ.
1. περιβάλλομαι («ἔγκειμαι μόχθοις»)
2. παρεμβάλλομαι
3. καταδιώκω επίμονα, πιέζω («ἐνέκειτο τῷ Περικλεῖ»)
4. (για συζήτηση) διαφωνώ
5. είμαι ή γίνομαι ενοχλητικός
6. ρέπω, τείνω σε κάτι.