έκκαυμα

Greek Monolingual

το (Α ἔκκαυμα)
νεοελλ.
εύφλεκτη χημική ύλη που μεταδίδει τη φλόγα στη γέμιση του πυροβόλου
αρχ.
1. φρύγανο ή ξύλο, προσάναμμα
2. πηγή θερμότητας
3. έναυσμα.