έμφραξη

Greek Monolingual

η (AM ἔμφραξις)
1. φράξιμο, στούπωμα, βούλλωμα
2. ιατρ. η απόφραξη αρτηρίας από εμβολή ή από άλλη αιτία
3. (οδοντιατρ.) η εισαγωγή σε κοιλότητα δοντιού παρασκευασμένης ουσίας κατάλληλης για την αποκατάσταση της φυσιολογικής μορφής του δοντιού, κν. σφράγισμα.