στούπωμα

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source

Greek Monolingual

και στύπωμα, το, Ν στουπώνω
1. το φράξιμο τρύπας με στουπί
2. το στουπί που χρησιμοποιείται για να βουλλώσει κάτι, το βύσμα
3. το να στουπώνει κανείς το χειρόγραφο, να τοποθετεί στυπόχαρτο για να απορροφηθεί το μελάνι.