έντυπος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἔντυπος, -ον)
ο τυπωμένος
νεοελλ.
1. αυτός που παράγεται με εκτύπωση, τυπωμένος, σταμπαρισμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το έντυπο(ν)
τυπωμένο βιβλίο, περιοδικό, φυλλάδιο κ.λπ., σε αντιδιαστολή προς το χειρόγραφο ή δακτυλογραφημένο ή πολυγραφημένο (και επίρρ. εντύπως)
αρχ.
1. ο κομμένος σε νόμισμα
2. αυτός που επιδέχεται τύπωση ή αποτύπωση
3. σταθερός, ορισμένος.
επίρρ...
εντύπως
μέσω του τύπου, τύποις, έντυπα.