ἔντυπος

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔντῠπος Medium diacritics: ἔντυπος Low diacritics: έντυπος Capitals: ΕΝΤΥΠΟΣ
Transliteration A: éntypos Transliteration B: entypos Transliteration C: entypos Beta Code: e)/ntupos

English (LSJ)

ἔντυπον,
A coined, ἀργύριον Poll.3.86.
II receiving impressions, impressible, Plot. 4.6.3 (Sup.).

Spanish (DGE)

-ον
I 1grabado τριηκοσίων ἀριθμῶν ... ἔντυπον ἀρχήν grabada la letra inicial del número trescientos, Orac.Sib.12.148, 14.227.
2 acuñado, e.d., legal, ἀργύριον Poll.3.86.
II fig. que recibe fácilmente las improntas, impresionable τὸ ἐντυπώτατον dicho de la memoria, Plot.4.6.3.

German (Pape)

[Seite 859] darin abgedrückt, eingeprägt, Or. Sib.; ἀργύριον Poll. 3, 86.

Greek (Liddell-Scott)

ἔντῠπος: -ον, τετυπωμένος, «ἀργύριον ἔντυπον, κεκομμένον εἰς νόμισμα» Πολυδ. Γ΄, 86· ἔντυπον ἀρχήν, σταθεράν, ὡρισμένην, Χρησμ. Σιβυλλ. 12. 148.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἔντυπος, -ον)
ο τυπωμένος
νεοελλ.
1. αυτός που παράγεται με εκτύπωση, τυπωμένος, σταμπαρισμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το έντυπο(ν)
τυπωμένο βιβλίο, περιοδικό, φυλλάδιο κ.λπ., σε αντιδιαστολή προς το χειρόγραφο ή δακτυλογραφημένο ή πολυγραφημένο (και επίρρ. εντύπως)
αρχ.
1. ο κομμένος σε νόμισμα
2. αυτός που επιδέχεται τύπωση ή αποτύπωση
3. σταθερός, ορισμένος.
επίρρ...
εντύπως
μέσω του τύπου, τύποις, έντυπα.