έξαναλόω

Greek Monolingual

ἐξαναλίσκω και έξαναλῶ, έξαναλόω, Μ και ἐξαναλώνω (AM) αναλίσκω
1. ξοδεύω εντελώς, καταδαπανώ, καταξοδεύω («καὶ τὰ μὲν παρ' έμοῦ ἐξανηλωμένα», Δημοσθ.)
2. εξαντλώ, φθείρω
(«[τὸ ὑγρὸν] ἐξανήλωσεν ὁ ἥλιος», Θεόφρ.)
3. καταστρέφω εντελώς, αφανίζωοὔπω θέλοντος ἐξαναλῶσαι γένος», Αισχύλ.)
μσν.
καταβροχθίζω.