ἐξαναλώνω
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
Greek Monolingual
ἐξαναλίσκω και έξαναλῶ, έξαναλόω, Μ και ἐξαναλώνω (AM) αναλίσκω
1. ξοδεύω εντελώς, καταδαπανώ, καταξοδεύω («καὶ τὰ μὲν παρ' έμοῦ ἐξανηλωμένα», Δημοσθ.)
2. εξαντλώ, φθείρω
(«[τὸ ὑγρὸν] ἐξανήλωσεν ὁ ἥλιος», Θεόφρ.)
3. καταστρέφω εντελώς, αφανίζω («οὔπω θέλοντος ἐξαναλῶσαι γένος», Αισχύλ.)
μσν.
καταβροχθίζω.