η (AM ἔξαψις) εξάπτω
1. θέρμανση, καύση («τυρὸς σιτίων ἔξαψιν ποιήσει», Ιπποκρ.)
2. ένταση, διέγερση, αγανάκτηση («έξαψη τών παθών»)
νεοελλ.
ιατρ. αίσθημα θερμότητας στο πρόσωπο που έρχεται απότομα και παροδικά και συνοδεύεται από ερυθρότητα
μσν.
φωταψία, φωτοχυσία
αρχ.
εξάρτηση.