έξειμι

Greek Monolingual

(I)
ἔξειμι (AM) είμι
φεύγω, αναχωρώ
αρχ.
1. βγαίνω, βγαίνω από το σπίτι («ἐξιέναι μεγάρων», Ομ. Οδ.)
2. εγκαταλείπω μια υπηρεσία («ἐξιὼν ἐκ τῆς ἀρχῆς», Δίων Κ.)
3. εκστρατεύω («συσκευαζώμεθα καί... ἐξίωμεν ὡς τάχιστα», Ξεν.)
4. βαδίζω, πορεύομαι («προσείπατ' ἐξιοῦσαν ὑστάτην ὁδόν», Ευρ.)
5. (για υποκριτές θεάτρου) παρουσιάζομαι πρώτος στη σκηνή
6. (για χρόνο) περνώ
7. παύω, τελειώνω («ἐξιούσης τῆς ἀρχῆς», Λυσ.).
(II)
ἔξειμι (Α)
(σε χρήση μόνο ως απρόσ.) βλ. έξεστι.