έπαλξη
Greek Monolingual
η (AM ἔπαλξις)
συν. στον πληθ. το ανώτερο οδοντωτό μέρος του τείχους, που έχει ανοίγματα κατά διαστήματα, ώστε να μπορούν να πολεμούν μέσα από αυτά οι αμυνόμενοι
αρχ.-μσν.
αμυντικό κατασκεύασμα, ειδ. θωράκιο τείχους
αρχ.
1. μτφ. προστασία, υπεράσπιση, βοήθεια («τήνδ' ἡμῖν ἔχω σωτηρίας ἔπαλξιν», Ευρ.)
2. δικαστήριο φόνων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επαλέξω < επί + αλέξω «προστατεύω, υπερασπίζω»)].