έτασις

Greek Monolingual

ἔτασις, ἡ (ΑΜ) ετάζω
1. εξέταση, έλεγχος («ἐπανακαινίζων ἐπ' ἐμὲ τὴν ἤτασίν μου», ΠΔ)
2. δοκιμασία, ταλαιπωρία
3. η θεία κρίση («ἡμέραν ἀναστάσεως καὶ ἐτάσεως»).