ἔτασις, ἡ (ΑΜ) ετάζω1. εξέταση, έλεγχος («ἐπανακαινίζων ἐπ' ἐμὲ τὴν ἤτασίν μου», ΠΔ)2. δοκιμασία, ταλαιπωρία3. η θεία κρίση («ἡμέραν ἀναστάσεως καὶ ἐτάσεως»).