ίατρα

Greek Monolingual

ἴατρα, ιων. τ. ἴητρα, τὰ (Α)
1. αμοιβή γιατρού για θεραπεία
2. ευχαριστήριες προσφορές για θεραπεία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιάομαι, -ώμαι + -τρα (πρβλ. δίδακτρα, εξέταστρα)].