Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αέτειος
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀέτειος, -ον) ἀετός λέγεται για σωματικά ή ψυχικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου, όμοια με αυτά του αετού (π. χ. βλέμμα, μύτη, σκέψηκ.λπ.) αρχ. αυτός που ανήκει στον αετό, ο σχετικός με αυτόν, αετήσιος.