νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
και αιτήσιος, -α, -ο αετός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αετό ή ο όμοιος με αυτόν («αετήσια νύχια»)
2. ο κατασκευασμένος από κόκαλο αετού.