αβάπτιστος

Greek Monolingual

και αβάφτιστος, -η, -ο (AM ἀβάπτιστος, -ον) βαπτίζω
μσν.- νεοελλ.
αυτός που δεν έχει δεχτεί το μυστήριο του βαπτίσματος
νεοελλ.
1. άπιστος, ασεβής, κυρίως για μωαμεθανούς
2. άδικος, σκληρός, κακός
αρχ.
1. αυτός που δεν βυθίστηκε ή δεν μπορεί να βυθιστεί
2. αυτός που δεν έχει εμποτιστεί με υγρό
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀβάπτιστον
είδος ιατρικής τρυπάνης.

Translations

unbaptized

Finnish: kastamaton; Greek: αβάπτιστος, αβάφτιστος; Ancient Greek: ἀβάπτιστος, ἀτέλεστος, ἀτελής, ἀφώτιστος, ἀσφράγιστος; German: ungetauft, nicht getauft; Manx: neuvashtit; Romanian: nebotezat; Russian: некрещёный; Spanish: no bautizado; Swedish: odöpt