αγριότητα

Greek Monolingual

η (AM ἀγριότης) ἄγριος
1. (για πρόσωπα, ζώα ή φυτά) η κατάσταση του άγριου σε αντίθεση με την κατάσταση του εξημερωμένου
2. (για πρόσωπα) ψυχική σκληρότητα, σκαιότητα, τραχύτητα, αυστηρότητα