αγωνιστής

Greek Monolingual

ο (Α ἀγωνιστής) (Ν θηλ. -ίστρια) ἀγωνίζομαι
1. αυτός που αγωνίζεται σε πόλεμο, μαχητής, πολεμιστής
2. ανταγωνιστής σε αθλητικό αγώνα, αθλητής
3. αυτός που αγωνίζεται ειρηνικά για κάτι, υπέρμαχος, υποστηρικτής
νεοελλ.
για τους αγωνιστές της Ελληνικής επαναστάσεως του 1821
μσν.
αυτός που μάχεται για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις
αρχ.
1. συζητητής, συνήγορος
2. ηθοποιός
3. ο πρώτος διδάξας, δάσκαλος, ειδήμων, γνώστης
4. (ως επίθ. για τα άλογα) αγωνιστικός.