αγωνιστικός

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀγωνιστικός, -ή, όν) ἀγωνίζομαι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αθλητικούς αγώνες ή σε οποιονδήποτε αγώνα
2. ο κατάλληλος για αγώνες
αρχ.
1. ο κατάλληλος για αγώνα λόγων, εριστικός
2. (και για λογοτεχνικό ύφος) έντεχνος, λαμπρός, εντυπωσιακός
3. (για πρόσωπα) φίλερις, καβγατζής
4. (το θηλ. ή το ουδ. ως ουσ.) η ἀγωνιστική, η τέχνη του να αγωνίζεται κανείς
το ἀγωνιστικόν
ικανότητα του αγώνα
5. επίρρ. ἀγωνιστικῶς
α) μαχητικά, εριστικά
β) με τρόπο δραματικό
6. φρ. «ἀγωνιστικῶς ἔχω», έχω διάθεση να αγωνιστώ.