αδειάζω

Greek Monolingual

ἀδειάζω)
έχω ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μου, ευκαιρώ
νεοελλ.
1. αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι, εκκενώνω
2. αδειάζω από το περιεχόμενό μου, εκκενώνομαι
3. ερημώνομαι
4. αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι μεταφέροντάς το αλλού
5. φρ. «άδειασέ μας τη γωνιά (ή τον τόπο)», φύγε από εδώ γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄδεια (Ι).
ΠΑΡ. νεοελλ. άδειασμα, αδειαστής, αδειαστικός].