αδειαστικός

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό αδειαστής
1. αυτός που αναφέρεται στον αδειαστή, τον εκκενωτή
2. (συνήθως το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αδειαστικά
πληρωμή, αμοιβή για εκκένωση.