αδιάφορος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδιάφορος, -ον) διαφέρω
νεοελλ.
1. αυτός που δεν ενδιαφέρεται για κάποιον ή κάτι, αμελής, ψυχρός
2. που δεν προκαλεί το ενδιαφέρον, ασήμαντος, αμελητέος
3. επίρρ. αδιαφόρως
ανεξαιρέτως, αδιακρίτως
αρχ.
1. αυτός που δεν διαφέρει από άλλον, όμοιος («τοῖς ὁμοίοις καὶ ἀδιαφόροις»)
2. (Λογ.) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀδιάφορα
α) τα ατομικά, τα μεμονωμένα αντικείμενα, αυτά που δεν παρουσιάζουν ειδοποιό διαφορά
β) (στους Στωικούς) τα ουδέτερα από ηθικής απόψεως, ούτε καλά ούτε κακά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + διαφέρω.
ΠΑΡ. αδιαφορία, αδιαφορώ].