αερόφωνα
Greek Monolingual
τα (Μουσ.)
τα όργανα εκείνα, στα οποία ο αρχικός ήχος παράγεται από μια παλλόμενη μάζα αέρα. Σε πολύ αδρές και γενικές γραμμές η ενότητα αυτή περιλαμβάνει τα ξύλινα πνευστά, τα χάλκινα, τα όργανα με ελεύθερα παλλόμενα γλωσσίδια (αγγλ. free-reed Instruments), καθώς και όργανα που δεν ανήκουν σε καμία από τις υποδιαιρέσεις αυτές, όπως το βροντόφωνο βλ. λ. (αγγλ. Bull-Roarer) ή ρόμβος βλ. λ. και η σειρήνα βλ. λ.. Ο όρος αερόφωνα, αντί του καθιερωμένου «πνευστά», χρησιμοποιείται κυρίως όταν χρειάζεται να καταφύγουμε σε μια επιστημονικότερη ταξινόμηση τών οργάνων, με βάση τις αρχές της ακουστικής.