ακαταληψία

Greek Monolingual

η (Α ἀκαταληψία) ἀκατάληπτος
1. αδυναμία ή ανικανότητα για κατανόηση, για βέβαιη γνώση
«τῶν ἀδήλων ἀκαταληψία» (Σέξτ. Εμπ. Πυρρών. 1, 236), «εἴδησις... τῆς θείας οὐσίας ἡ αἴσθησις αὐτοῦ τῆς ἀκαταληψίας» (Μ. Βασίλ. Επ. 234.2), «τὴν ἀγνωσίαν διὰ τῆς ἀκαταληψίας κεκτημένοι» (Επιφάν. Αιρ. 76.54)
2. απεραντοσύνη (Γρηγ. Νύσσης).