ακοινοποίητος
Greek Monolingual
-η, -ο κοινοποιώ
1. αυτός που δεν κοινοποιήθηκε, που δεν έγινε γνωστός στους πολλούς, αμάθευτος
2. αυτός που δεν πρέπει να κοινοποιηθεί, απόρρητος, μυστικός
3. (για έγγραφα) αυτός που δεν γνωστοποιήθηκε στους υφισταμένους ή τους ενδιαφερομένους
4. αυτός που δεν γνωστοποιήθηκε με νόμιμη κοινοποίηση.