ακονώ

Greek Monolingual

(-άω) (Α ἀκονῶ)
1. ακονίζω, τροχίζω
2. προκαλώ, εξωθώ, εξάπτω
φρ. «ἠκόνησαν ὡς ρομφαίαν τὰς γλώσσας αὐτῶν» (ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκόνη.
ΠΑΡ. ακονητής
αρχ.
ἀκόνησις
μσν.- νεοελλ.
ακονίζω
νεοελλ.
ακόνημα].