ακρότητα

Greek Monolingual

η (Α ἀκρότης) ἄκρος
έλλειψη μέτρου, υπερβολή, κατάχρηση
αρχ.
1. η μεγαλύτερη ένταση, ο ψηλότερος βαθμός, δυναμικότητα
2. έσχατο σημείο, άκρο
3. τελειότητα, κορυφή, αποκορύφωμα.