ακόλλητος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκόλλητος, -ον)
αυτός που δεν έχει συγκολληθεί με κολλητική ουσία
«φάκελος ακόλλητος», «λίθοι ακόλλητοι»
νεοελλ.
ο απίθανος, ο απίστευτος
«ακόλλητο ψέμα»
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει κολλήσει, δεν έχει συναφθεί
«ἀκόλλητον δέρμα σώμασι» (Γαλην. 11.125)
2. αυτός που δεν έχει κλείσει, δεν έχει επουλωθεί (αποδίδεται σε τραύματα, Γαλην. 18.802)
3. όποιος δεν μπορεί να συνδεθεί, να εναρμονιστεί σ’ ένα σύνολο
«στοιχεῖα ἀσύμμικτα καὶ ἀκόλλητα» (Διον. Συνθ. 22)
4. ο ασύνδετος, ο παράταιρος
«μὴ τοῖς πάθεσι κατανεκρωθέντες ἀνάρμοστοι καὶ ἀκόλλητοι γενώμεθα πρὸς θεῖα μέλη» (Διονύσ. Αρεοπ. Μ. 3.444 b).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + κολλητὸς < κολλῶ].