απίθανος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπίθανος, -ον)
(για πράγματα) ο μη πιθανός, μη ευλογοφανής, απίστευτος
νεοελλ.
(για πρόσωπα μτφ.) εξαίρετος, θαυμάσιος
αρχ.
(για πρόσωπα)
1. αυτός που δεν γίνεται εύκολα πιστευτός
2. αυτός που δεν πείθει τους άλλους.