το1. υπαίθριος χώρος, έξω από την πόλη ή μέσα σ’ αυτή, αλάνα2. παιδί του δρόμου, αλητόπαιδο, χαμίνι, αλάνης.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ τουρκ. λ. alan «πέρασμα μέσα στο δάσος».ΠΑΡ. νεοελλ. αλάνα, αλάνης, αλανιάρης].