αλγύνω

Greek Monolingual

ἀλγύνω (Α)
1. ενεργ. προξενώ σωματικό ή ψυχικό πόνο, στενοχωρώ, λυπώ, θλίβω
2. παθ. αισθάνομαι σωματικό ή ψυχικό πόνο, θλίβομαι, λυπούμαι, ταλαιπωρούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλγος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλγυνσις, ἀλγυντήρ.