αλιπόρος

Greek Monolingual

ἁλιπόρος, -ον (Α)
αυτός μέσα από τον οποίο ρέει η θάλασσα ή που διαπερνά τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + -πόρος < πείρω «διαπερνώ, διασχίζω»].