ἁλιπόρος
Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön
English (LSJ)
ἁλιπόρον, through which the sea flows, διασφάξ Luc.Trag.24.
Spanish (DGE)
(ἁλῐπόρος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 que surca el mar de las naves Lyr.Alex.Adesp.36.2.
2 por donde pasa el mar, διασφάξ Luc.Trag.24.
German (Pape)
[Seite 97] durchs Meer gehend, Luc. Tragodop. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui voyage par mer.
Étymologie: ἅλς¹, πείρω.
Russian (Dvoretsky)
ἁλιπόρος: идущий через море (διασφάξ Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιπόρος: -ον, ὁ διὰ μέσον τοῦ ὁποίου ἡ θάλασσα ῥέει, διασφάξ, Λουκ. Τραγῳδοποδάγρα 24.
Greek Monolingual
ἁλιπόρος, -ον (Α)
αυτός μέσα από τον οποίο ρέει η θάλασσα ή που διαπερνά τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -πόρος < πείρω «διαπερνώ, διασχίζω»].
Greek Monotonic
ἁλιπόρος: -ον (ἅλς, πείρω), αυτός μέσω του οποίου ρέει η θάλασσα, σε Λουκ.