Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
(Α ἀλλοδοξῶ, -έω) ἀλλόδοξοςνεοελλ.ανήκω σε άλλο θρησκευτικό δόγμα, είμαι αλλόδοξοςαρχ.νομίζω κάτι διαφορετικό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα, έχω σφαλερή αντίληψη για κάτι.