ἀλυσκάζω (Α)(επική λέξη)1. αποφεύγω, διαφεύγω2. επιχειρώ να διαφύγω3. ξεφεύγω, ξεγλιστρώ.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Παρεκτεταμένος τ. του ρ. ἄλύσκω].