αμεταχείριστος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμεταχείριστος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν τον μεταχειρίζεται ή δεν τον μεταχειρίστηκε ακόμη κανείς, αχρησιμοποίητος, ολοκαίνουργιος
αρχ.
αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον μεταχειριστεί, να τον χρησιμοποιήσει, άχρηστος, δύσχρηστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μεταχειρίζω, μεταχειρίζομαι].