αμολάω
Greek Monolingual
και αμολάρω
1. απαλλάσσω κάποιον ή κάτι από τα δεσμά ή τον περιορισμό του, αφήνω ελεύθερο, ελευθερώνω
2. αφήνω ελεύθερο κάτι που κρατώ
3. αφήνω κάτι να ξετυλιχθεί ή να ανυψωθεί
4. ξαμολάω, χαλαρώνω
5. αφήνω κάποιον ελεύθερο στις ενέργειές του, ανεπιτήρητο
6. (προστ. ενεργ.) αμόλα ή μόλα
α) (ναυτικό παράγγελμα) χαλάρωσε, άφησε ελεύθερο
β) φύγε, ξεκίνησε
7. (προστ. μέσ.) αμολήσου
τρέξε γρήγορα, ξεκίνησε αμέσως
8. φρ. «αμολάω ψευτιές», λέω, ξεστομίζω ψέματα
«τήν (τίς) αμολάει», αφήνει πορδές.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ξεν. όρος < ιταλ. ammollare «αφήνω».
ΠΑΡ. νεοελλ. αμόλημα, αμολημένος, αμολητός].