ανάδειξη
Greek Monolingual
η (Α ἀνάδειξις) ἀναδεικνύω
εκλογή σε αξίωμα, ανακήρυξη, αναγόρευση
νεοελλ.
εξύψωση, προαγωγή, προβολή
αρχ.
1. τελετή επίσημης αναγνώρισης ή καθιέρωσης
2. παρουσίαση, εμφάνιση.
η (Α ἀνάδειξις) ἀναδεικνύω
εκλογή σε αξίωμα, ανακήρυξη, αναγόρευση
νεοελλ.
εξύψωση, προαγωγή, προβολή
αρχ.
1. τελετή επίσημης αναγνώρισης ή καθιέρωσης
2. παρουσίαση, εμφάνιση.